Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ’44 - Η Αθήνα των εργατών


                                                             Aπό τις οδομαχίες στη Πλάκα


Όταν στις 12 Οκτώβρη του 1944 οι τελευταίες μονάδες της Βέρμαχτ αποχωρούσαν από την Αθήνα στην καταματωμένη, πεινασμένη πρωτεύουσα κυριαρχούσαν οι γιγάντιες διαδηλώσεις, οι κόκκινες σημαίες (δίπλα στις σημαίες των άγγλο-αμερικάνων «συμμάχων»), ο ένοπλος ΕΛΑΣ κι η ΟΠΛΑ των συνοικιών.

Όπως σημειώνει ο Ιάσονας Χανδρινός στον επίλογο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του για τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ της Αθήνας: «..η πόλη παρουσίαζε πρωτοφανή κοινωνικά φαινόμενα: παπάδες διαδήλωναν με κόκκινες σημαίες, γυναίκες εμφανίζονταν πάνω σ’ άλογα, οκτάχρονα παιδιά κρατούσαν αληθινά περίστροφα και υπερήλικες γριές απειλούσαν αστυνομικούς με τσεκούρια που ξεπερνούσαν το ύψος τους».

Στη διάρκεια της Κατοχής εργάτες είχαν δοκιμάσει την δύναμή τους, είχαν πιστέψει ότι έφτασε η ώρα να ορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους, ότι η μεταπολεμική Ελλάδα δεν θα είχε σχέση με ό,τι είχαν ζήσει, την εκμετάλλευση, τη φτώχεια, την καταστολή.

Μια φωτογραφία από μια εργατική κινητοποίηση εκείνης της περιόδου μιλάει από μόνη της. Τα πλακάτ γράφουν «Να τιμωρηθούν οι προδότες»- οι δωσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες, αλλά επίσης «Να ανοίξουν τα κλειστά εργοστάσια». Και άρχισαν να το κάνουν πράξη.

Ο Άγγελος Αυγουστίδης επισημαίνει στο βιβλίο του για το εργατικό κίνημα της κατοχής:

«Η ‘Ελεύθερη Ελλάδα’ [η εφημερίδα του ΕΑΜ] προειδοποιούσε στις 29-11-44 ότι αν οι βιομήχανοι αρνούνταν να ξανανοίξουν τα εργοστάσιά τους θα μπορούσαν να τα ανοίξουν οι ίδιοι οι εργάτες. Η πρακτική των επιτάξεων των εργοστασίων διακόπηκε πολύ γρήγορα με την κρίση του Δεκεμβρίου.

Όταν φάνηκε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου και η παλιά κοινωνική και οικονομική τάξη δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των εργατών οι εργάτες άρχισαν, με τη βοήθεια των συνδικάτων τους, να ψάχνουν μόνοι τους για λύσεις. Αυτό σήμαινε αυτόματα συμμετοχή των εργαζόμενων στη διοίκηση αλλά και «επίταξη» των εργοστασίων.»

Το Νοέμβρη όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να επιβάλει μια αντεργατική νομισματική σταθεροποίηση ξέσπασε ένα μεγάλο κύμα απεργιών παρά τις εκκλήσεις της συνδικαλιστικής ηγεσίας.

Μέσα σε τέτοιο κλίμα, η κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας» άρχισε να τρίζει και στο τέλος γκρεμίστηκε. Οι Βρετανοί θέλανε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και δημιουργία ενός σώματος που θα υπερτερούσε ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα και η Ταξιαρχία του Ρίμινι. Όταν οι Βρετανοί έστειλαν αυτή τη μονάδα στην Αθήνα στις 9 Νοέμβρη η «θερμοκρασία» ανέβηκε ακόμα πιο πολύ. Οι «Ριμινίτες» ήταν βασιλόφρονες που είχε συγκροτήσει σε μονάδα ο αγγλικός στρατός, όταν κατέστειλε το κίνημα των φαντάρων και των ναυτών στη Μέση Ανατολή τον Απρίλη του 1944.

Ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να ξαναφέρει τον βασιλιά στην Ελλάδα και να κρατήσει τη χώρα στην σφαίρα επιρροής της Βρετανίας. Η Ελλάδα ήταν ζωτική για τα στρατηγικά συμφέροντα της Αυτοκρατορίας, ακριβώς πάνω στις γραμμές επικοινωνίας με τις αποικίες και τα προτεκτοράτα της. Όσο για το ΕΑΜ και την αριστερά, είχε εκφράσει επανειλημμένα τη γνώμη του, όπως όταν είχε πει στον Ήντεν το 1943: «πρέπει να τους κάνουμε να πεινάσουν και να τους χτυπήσουμε με κάθε μέσο που διαθέτουμε».

Στις 2 Δεκέμβρη οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε αδιέξοδο και οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ δεν διεκδικούσε κάτι ριζοσπαστικό: πρότεινε την συγκρότηση ενός σώματος όπου τη μισή δύναμή του θα την αποτελούσαν πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ. Στη Γαλλία οι μονάδες των FΤP (του γαλλικού ΚΚ) είχαν απορροφηθεί στον εθνικό στρατό με μια παρόμοια φόρμουλα. Γιατί όχι και στην Ελλάδα; Όμως, δεν μπορούσε να πάει πίσω από αυτό. Οι συσχετισμοί ήταν τόσο συντριπτικοί υπέρ της, ακόμα και μέσα στην Αθήνα. Αν κλιμάκωνε την πίεση, θα έπαιρνε ότι ζητούσε.

Την επόμενη μέρα, Κυριακή 3 Δεκέμβρη, ποτάμια διαδηλωτών από τις συνοικίες, κάποιες φάλαγγες ήρθαν ακόμα και από τον Πειραιά με τα πόδια, άρχισαν να συρρέουν στην πλατεία Συντάγματος. Ήταν μια ειρηνική διαμαρτυρία. Ο ΕΛΑΣ των συνοικιών ήταν σε επιφυλακή, αλλά δεν συμμετείχε στη διαδήλωση. Το προηγούμενο βράδυ, η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε απαγορεύσει τη διαδήλωση. Οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ διαμαρτυρήθηκαν και δήλωσαν ότι οι προετοιμασίες για τη γιγάντια διαδήλωση είχαν προχωρήσει τόσο πολύ ώστε ήταν και πρακτικά αδύνατον να την ακυρώσουν.

Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να φτάνουν κατά τις 11 το πρωί από την σημερινή Αμαλίας και την Ερμού, κι άρχισαν να γεμίζουν την πλατεία, από τις γύρω ταράτσες και από τη γωνία του Άγνωστου Στρατιώτη η αστυνομία άνοιξε πυρ, με εντολή του διοικητή της του Άγγελου Έβερτ.

Την επόμενη μέρα, η γενική απεργία παρέλυσε τα πάντα κι η κηδεία των θυμάτων έγινε ένα οργισμένο συλλαλητήριο. Ένας Βρετανός αξιωματικός που ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων περιγράφει ότι η απεργία είχε: «μια εντυπωσιακή επιτυχία… 

Οι υποστηρικτές του ΕΑΜ ήταν πολύ περισσότεροι απ’ ότι προσπαθούσαν να μας πείσουν οι αντίπαλοί τους. Η Αθήνα ήταν μια παραλυμένη πόλη. Δεν υπήρχε νερό, γκάζι, ηλεκτρικό. Όλα τα καταστήματα ήταν κλειστά. Ούτε σινεμά, ούτε θέατρα, ούτε δημόσιες συγκοινωνίες. Τα τραμ είχαν μείνει στη μέση του δρόμου, στο σημείο που βρέθηκαν όταν ξεκίνησε η απεργία. Οι υπάλληλοι του Δημαρχείου, των Υπουργείων και των Τραπεζών είχαν εγκαταλείψει τα πόστα τους και μόνο λίγα τηλέφωνα λειτουργούσαν… Το προσωπικό των ξενοδοχείων, που οι υπηρεσίες μας τα χρησιμοποιούσαν σαν καταλύματα, κατέβηκαν αμέσως στην απεργία. Η ευγνωμοσύνη τους στους απελευθερωτές έρχονταν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην πίστη τους στο ΕΑΜ». Το ίδιο βράδυ ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ανέλαβε δράση.

Η Μάχη της Αθήνας

Ο Δεκέμβρης ξεκίνησε ως μια «ένοπλη διαμαρτυρία». Κατέληξε να είναι εξέγερση που, τουλάχιστον στην αρχική της φάση, χοντρικά στο πρώτο μισό της σύγκρουσης, έσπειρε θανάσιμο φόβο στην «καλή κοινωνία» των πλούσιων συνοικιών. Ένας συντηρητικός ιστορικός, ο Αντρέ Γερολυμάτος έχει απαθανατίσει ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο:

«Το απόγευμα της 4ης Δεκέμβρη, η Μέρι Χέντερσον βρισκόταν σπίτι της με μερικούς φίλους ανάμεσα τους και κάποιοι Άγγλοι αξιωματικοί. Καθώς έφευγαν, θυμάται “μια ριπή από σφαίρες να χτυπάει το πεζοδρόμιο. Ο ελεύθερος σκοπευτής στη σκεπή ήταν ο μάγειράς μας. Δεν τον ξανάδαμε ποτέ”. Μήπως ο μάγειρας, όπως πολλοί υπηρέτες, εργάτες, σερβιτόροι, λούστροι, έβλεπε τον ΕΛΑΣ σαν εργαλείο ταξικού πολέμου και εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να υπηρετήσει το σκοπό; Υπάρχουν παραδείγματα θυρωρών που έμπαζαν ελεύθερους σκοπευτές σε πολυτελή διαμερίσματα πολυκατοικιών και υπηρετριών που περνούσαν όπλα μέσα από τις βρετανικές γραμμές στους φίλους και συγγενείς τους στον ΕΛΑΣ.»

Όμως οι μάγειροι, οι λούστροι κι οι υπηρέτριες δεν καθόριζαν τους πολιτικούς στόχους της μάχης. Η ηγεσία του ΚΚΕ τους καθόριζε, και τους περιόρισε στα όρια της «ένοπλης διαμαρτυρίας». Ο πρώτος στόχος ήταν τα αστυνομικά τμήματα και πράγματι, μέσα σε δυο μέρες, τα 22 από τα 25 έπεσαν στα χέρια του ΕΛΑΣ, αλλού απλά επειδή τα εγκατέλειψαν και αλλού ύστερα από σκληρές μάχες.

Ο δεύτερος, ήταν οι Χίτες του Γρίβα, που είχαν δολοφονήσει δεκάδες αγωνιστές και αγωνίστριες στην Κατοχή. Κι αυτός ο στόχος ουσιαστικά εκπληρώθηκε, με τον Γρίβα και τη σωματοφυλακή του να διασώζεται από ένα αγγλικό τανκ. Ο τρίτος στόχος ήταν μερικά δημόσια κτίρια. Εδώ, οι ΕΛΑΣίτες είχαν μερική επιτυχία, γιατί βρέθηκαν μπροστά σε ένα απρόσμενο –για την ηγεσία κι όχι μόνο- εμπόδιο, τους Βρετανούς. Στις 5 Δεκέμβρη ο Τσόρτσιλ τηλεγραφούσε στον στρατηγό Σκόμπι: «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης στην Αθήνα… Μπορείτε να εφαρμόσετε ότι μέτρα θέλετε… Μη διστάσετε πάντως να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση…».

Τα τηλεγραφήματα ήταν εύκολα, η πράξη δύσκολη. Όταν στις 11 Δεκέμβρη ήρθαν στην Αθήνα ο στρατάρχης Αλεξάντερ και ο διπλωμάτης Μακμίλαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση, ο έλεγχος που ασκούσε ο στρατηγός Σκόμπι περιοριζόταν σε μια περιοχή από το Κολωνάκι μέχρι την Ομόνοια, με το στρατόπεδο του Μακρυγιάννη. Ο Μακμίλαν ομολόγησε ότι: «υποτιμήσαμε την στρατιωτική επιδεξιότητα, την αποφασιστικότητα και την ισχύ των επαναστατών». Ο Αλεξάντερ απάντησε στον Τσόρτσιλ που γκρίνιαζε για την αργή πρόοδο των επιχειρήσεων, ότι θα μπορούσε βέβαια να διατάξει την «ροτερνταμοποίηση» της πόλης (την ισοπέδωσή της, όπως είχε κάνει το 1940 η γερμανική αεροπορία στο Ρότερνταμ) αλλά κάτι τέτοιο θα καταρράκωνε το ηθικό των στρατιωτών του. Ένας άλλος Βρετανός αξιωματικός που βρέθηκε στις μάχες γύρω από την Ομόνοια στις 12 Δεκέμβρη, την περιέγραψε ως «μια γωνιά του Στάλινγκραντ».

Όμως, η πλάστιγγα έγειρε προς τη μεριά των Βρετανών και των ελλήνων προστατευομένων τους. Ενώ ο ΕΛΑΣ του βουνού με τον Άρη και τον Σαράφη στάλθηκε στην Ήπειρο να κυνηγήσει τον Ζέρβα, οι Βρετανοί έφεραν χιλιάδες ενισχύσεις στην Αθήνα. Οι μολότοφ, τα λάστιχα παραγεμισμένα με εκρηκτικά, τα λίγα αντιαρματικά, όλμοι και πολυβόλα του ΕΛΑΣ ήταν ανεπαρκή απέναντι σε τανκ και αεροπλάνα. Στις 5 Γενάρη ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Μετά από κάποιες σύντομες αψιμαχίες (με δυσάρεστες εκπλήξεις για τους Βρετανούς) υπογράφτηκε ανακωχή στις 15 Γενάρη.

Η συνέχεια ήταν η Συμφωνία της Βάρκιζας, που μέχρι σήμερα έχει μείνει στη συλλογική συνείδηση των αριστερών ως συνώνυμο της προδοσίας και του ξεπουλήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: