Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Συγκλονιστική μαρτυρία μέσα από το Άουσβιτς



Βλέποντας την Ελληνοεβραία Κολόμπα Τζιβρέ, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτή η ευπαρουσίαστη κυρία, με την γλυκιά φωνή και ήρεμο βλέμμα, έζησε και επέζησε δύο ολόκληρα χρόνια στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Άουσβιτς – Μπίρκεναου στην Πολωνία, μαζί με τις δύο αδελφές της.

Γεννήθηκε στο Διδυμότειχο Έβρου το 1926. Μαθήτρια ακόμα του δημοτικού, μαζί με τις δύο μεγάλες αδελφές της, τα δίδυμα και τους γονείς τους, συνελήφθηκαν τον Μάιο του 1943 από τους Γερμανούς και ταξίδευσαν σαν ζώα μέσα στα βαγόνια μαζί με εκατοντάδες άλλους ανθρώπους για την Πολωνία. «Μας έβαλαν σε βαγόνια για άλογα, «παιδιά, γυναίκες και άνδρες». Περάσαμε από Θεσσαλονίκη, το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι κράτησε πολλές μέρες το ταξίδι μέχρι την Πολωνία όπου πήγαμε στο Μπίρκενάου, το Αουσβιτς ήταν δίπλα. Ήμουν κοντά 11 στα 12, τελευταία τάξη του δημοτικού».

Το Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου είναι το στρατόπεδο εξόντωσης της ναζιστικής Γερμανίας. Τα ερείπια του στρατοπέδου βρίσκονται περίπου 60 χλμ δυτικά της Κρακοβίας, κοντά στην κωμόπολη Όσβιετσιμ. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κρατήθηκαν φυλακισμένοι εκεί σε άθλιες συνθήκες και περισσότεροι από 1,1 (έως 1,5 περίπου) εκατομμύρια δολοφονήθηκαν. Από το 1979 ανήκει στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

«Ήμασταν τρεις αδελφές και η μαμά μου», λέει, φέρνοντας στη μνήμη την ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή στο Διδυμότειχο.

Όταν έφθασαν βράδυ στο στρατόπεδο, έβρεχε χιονόνερο ήταν σκληρός ο καιρός. «Τα μωρά, αυτές που ήταν σε ενδιαφέρουσα, οι ανάπηροι, οι γέροι, πήγαιναν από τη μια μεριά. Εμείς δεν ξέραμε. Μόνο η μαμά μου, χωρίς να το καταλάβει, είπε, «άντε, εγώ θα πάρω τα μικρά και εσείς οι τρεις αδελφούλες να πάτε στην άλλη πλευρά. Οπου θα πάτε να είσαστε μαζί.» Η μαμά μου και τα δίδυμα πήγαν κατευθείαν στο κρεματόριο. Ηταν η τελευταία φορά που την είδαμε. Ο πατέρας μου πήγε και αυτός, όπως εμάς, στο στρατόπεδο».

Από εκείνη την ημέρα, άρχισε το μαρτύριο των τριών κοριτσιών που θα συνέχιζε για δύο ολόκληρα χρόνια. «Φοβόμασταν να κοιμηθούμε χωριστά, θέλαμε όλες μαζί. Εκεί δεν ήταν δυνατό να γλυτώσουμε. Δεν μπορεί κανείς να το φανταστεί. Εκεί δεν είχε ούτε ηλικία, ούτε να είσαι όμορφη, ούτε να είσαι καλή. Ημασταν όλοι σκελετωμένοι. Μας είχαν βάλει νούμερα μόλις φθάσαμε», λέει, και δείχνει το αριστερό πήχη της με αριθμό D44949.

Όταν άδειαζε το κρεματόριο, άρχιζαν να μαζεύουν από μέσα. «Φέρνανε καινούργιο ΄τρανσπόρτ’ κάθε ένα μήνα-δύο μήνες, έπρεπε να περάσουμε πότε γυμνές, πότε ντυμένες όπως είμαστε, και εμείς οι αδελφούλες δεν μπαίναμε ποτέ μαζί στη σειρά. Ηταν σαν λαχείο. Αυτοί έπρεπε να διαλέξουν ένα αριθμό, να συμπληρωθούν».

Εξω από τα στρατόπεδο ήταν όλο συρματόπλεγμα με ρεύμα, «μας έλεγαν ποτέ καμία δεν μπορεί να γλυτώσει από εδώ μέσα. Μια κοπέλα, Βελγίδα, προσπάθησε να φύγει όταν ήρθε ένας Πολωνός να φέρει τρόφιμα , την είδα, πιάστηκε, και μας μάζεψαν όλες από όλα τα μπλοκ, ήταν οκτώ μπλοκ, και αυτή, είχε ένα ξυραφάκι και έκοψε τις φλέβες της. Αυτό το είδα με τα μάτια μου, την έπιασαν από τα μαλλιά και την τραβούσαν. Ηξερε ότι θα πήγαινε στο κρεματόριο. Αλλα προτίμησε να πεθάνει εκεί».

Ξανά και ξανά, η Κολόμπα Τζιβρέ λέει, «δεν μπορεί να πιστέψει κανείς αυτό το πράγμα. Πώς γλυτώσαμε, πώς, πώς…Μας ξυπνούσαν στα σκοτεινά, είχαμε κάτι βαρέλια έξω για να πλυθούμε, είχε κάτι τουαλέτες, κοιμόμαστε σε ξύλινες βρεγμένες κουκέτες. Μια φορά είχαμε γεμίσει ψείρες. Μας πήρανε τα ρούχα και μας αφήσανε, γυμνές, υπό το μηδέν να κοιμηθούμε στις ξύλινες κουκέτες που ήταν βρεγμένες. Κοιμηθήκαμε ένα βράδυ ολόκληρο», θυμάται, με τα μάτια της να βουρκώνουν.

Κάθε φορά που είχε «σελεξιόν» (επιλογή) οι τρεις αδελφές διασκορπίζονταν. Πολλές φορές κρύβονταν μέσα στα χαντάκια. «Το τελευταίο σελεξιόν, όταν έβλεπαν ότι δεν πήγαινε άλλο, έχαναν τον πόλεμο, έκαναν το μεγαλύτερο σελεξιόν από το κάθε μπλόκο που ήταν 800 κοπέλες, έπιαναν 100-200 κοπέλες, έπρεπε να μείνουν οι μισές. Και όσες είχαν απομείνει, μας πήρανε μετά σε άλλο στρατόπεδο. Και από εκεί και πέρα, γλυτώσαμε».

Την ρωτάω πώς έδιναν θάρρος η μία της άλλης, τι ήταν εκείνο που τις κρατούσε τόσο καιρό. «Τίποτε, περιμέναμε ότι θα ερχόταν αύριο η σειρά μας. Δεν είχαμε ελπίδες να σωθούμε. Αλλα έγινε ένα θαύμα. Όταν μας έσπρωξε η μαμά μας και μπήκαμε στο στρατόπεδο, το δεύτερο πράγμα, η ευχή της ανωτέρας δύναμης» αναφέρει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρια «που αυτή μας προστατεύει και ξέραμε ότι υπάρχει κάτι. Να γλυτώσουμε τόσα βάσανα, ούτε σε έργα μπορείς να τα δεις, ούτε σε βιβλία, αλήθεια σου λέω, γιατί μετά, ο άνδρας μου, με παρακάλεσε και πήγα ξανά στο Μπίρκεναου, δεν ήθελα να πάω και έλεγα, ότι και να γράψω, ότι έργα να γίνουν, δεν λέγονται. Τα παπουτσάκια των μωρών, αυτά τα είδα, μωρά, ούτε μισό, πήγαιναν κατευθείαν στο κρεματόριο. Η μαμά μου πήγε στο κρεματόριο γιατί ήταν τα μωρά, ένα κοριτσάκι που το χαρήκαμε πολύ μέχρι τα 2.5 χρόνια, ήταν σαν τα κουκλάκια …»

Η κ. Τζιβρέ πολλές φορές σταματά για να πιεί νερό, η συγκίνηση μεγάλη, έστω και αν τα έχει πει πολλές φορές σε συγγενείς, φίλους, δημοσιογράφους,

«Ξέρεις, μετά από χρόνια, δεν τα συζητάμε πια. Όταν μας βρίσκεται ευκαιρία, τα συζητάμε για να μην τα ξεχνάμε, με δικούς μας ανθρώπους.

Η επίσκεψή της στην Κύπρο είναι μετά από πρόσκληση της Βουλής των Αντιπροσώπων όπου μίλησε σε Ημερίδα με θέμα «Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος 10 χρόνια φρίκης – 81 εκατομμύρια χαμένες ζωές». Είναι η πρώτη φορά που μίλησε εκτός Ελλάδας για το τι έγινε.

Όταν μας ελευθέρωσαν οι Ρώσοι, εμείς θέλαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, θυμάται η Κολόμπα Τζιβρέ. Ο Ερυθρός Σταυρός ήταν σε όλα τα μέρη και τις βοήθησε. «Σε αυτά μας βοηθήσανε, μείναμε σε ξενοδοχεία, στους δρόμους κοιμηθήκαμε. Ταλαιπωρηθήκαμε και στην επιστροφή. Πήρε μήνες η επιστροφή. Μας είπαν μπορούσαμε να πηγαίναμε όπου θέλαμε, και εμείς ζητούσαμε το Διδυμότειχο. Εκεί πέρα ήταν σπίτι της μαμάς μου, το σπίτι μας. Ο πατέρας μου στην επιστροφή, δεν τον σκοτώσανε, γλύτωσε», αναπολεί. Κρύφτηκε και τον βρήκε ένας Γερμανός. Του είπε, «αχ, μην με σκοτώσεις, έχω πέντε παιδιά» αλλά πού να ξέρει ότι μόνο τρία απέμειναν.

Από τον Εβρο, επέζησαν οι τρεις αδελφές και ο πατέρας και ακόμη ένας άνδρας. Μόνο αυτοί.

Η ζωή μετά στάθηκε καλή για την Κολόμπα και αυτή το εκτιμά. «Μεγάλωσα με ένα σύζυγο, από τις καλύτερες οικογένειες, σε μια οικογένεια που με αγάπησε. Εκανε καλή επιχείρηση, είχε καλό όνομα, από τον πατέρα του που τον υποστήριζαν και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου, δύο κοριτσάκια και έχω δύο εγγόνια. Δόξα τω Θεώ, περνούν καλά, με αγαπάνε πολύ, και οι γαμπροί μου με εκτιμούνε».

Εξάλλου, κάθε χρόνο η κοινότητα στη Θεσσαλονίκη τιμά τους επιζώντες Ελληνοεβραίους σε ειδική εκδήλωση.

Την ρωτάω αν έχει συγχωρέσει εκείνους που χαράκωσαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο τη ζωή της. «Δεν ξέρω….ένας τρελός που βγήκε και έκανε μια οργάνωση…τώρα δεν μπορεί να προχωρήσει αυτό το πράγμα γιατί ο κόσμος τώρα είναι πιο μορφωμένος, πιο ξύπνιος και δεν θα πέσει σε αυτό το σημείο. Αυτές οι φανατικές οργανώσεις δεν είναι καλές ποτέ και το μίσος φέρνει μίσος πάντοτε. Εγώ αυτό πάντα νόμιζα. Πολλοί Γερμανοί υπέφεραν και ένας Γερμανός έσωσε τον πατέρα μου. Πυροβόλησε γύρω του αντί τον πατέρα μου που του ζήτησε να μην τον σκοτώσει όταν τον βρήκε κρυμμένο στο δάσος. Υπήρχε τόσος, τόσος φανατισμός…δεν πρέπει να υπάρχει αυτό το μίσος για κανένα», λέει και βουρκώνει ξανά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: